- ψελλός
- ψελλόςfaltering in speechmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ψελλός — ή, ό / ψελλός, ή, όν, ΝΑ αυτός που δυσκολεύεται στην άρθρωση τών λέξεων αρχ. (με παθ. σημ.) (για λέξεις) ασαφής, ακατάληπτος, σκοτεινός. [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικό επίθ., ο σχηματισμός τού οποίου οφείλεται σε ονοματοποιία. Το επίθημα λο ς τού επιθ.… … Dictionary of Greek
Ψελλός, Μιχαήλ — (Κωνσταντινούπολη 1018 – 1078). Πολιτικός και φιλόσοφος, μια από τις μεγαλύτερες πνευματικές μορφές του Βυζαντίου. Μετά τις σπουδές του κοντά στον Νικήτα Βυζάντιο και στον Ιωάννη Μαυρόποδα, ο Ψ. επιδόθηκε στη δικηγορία, υπηρέτησε για ένα διάστημα … Dictionary of Greek
ψελλά — ψελλός faltering in speech neut nom/voc/acc pl ψελλά̱ , ψελλός faltering in speech fem nom/voc/acc dual ψελλά̱ , ψελλός faltering in speech fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψελλόν — ψελλός faltering in speech masc acc sg ψελλός faltering in speech neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψελλοῖς — ψελλός faltering in speech masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψελλοί — ψελλός faltering in speech masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψελλοῦ — ψελλός faltering in speech masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψελλούς — ψελλός faltering in speech masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψελλέ — ψελλός faltering in speech masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψελλή — ψελλός faltering in speech fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)